- θράσυνος
- θράσῠνος [ᾰ],= θρασύς, EM204.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θράσυνος — θράσυνος, ον (Α) θρασύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό τού θρασύνω* (πρβλ. θάρσυνος < θαρσύνω)] … Dictionary of Greek